- άμαντις
- ἄμαντις, -ι (Μ) [μάντις]1. αυτός που δεν μαντεύει, δεν έχει μαντική ικανότητα2. φρ. «ἄμαντις μαντική» μαντική που δεν είναι μαντική, δηλαδή ψεύτικη, παραπλανητική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
Λιλί, Ζαν-Μπατίστ ή Λούλι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Jean Baptiste Lulli ή Giovanni Battista Lulli, Φλωρεντία 1632 – Παρίσι 1687). Ιταλός συνθέτης, γαλλικής υπηκοότητας. Το 1646 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε βιολί, τραγούδι και χορό και αναδείχτηκε στην Αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ’, αρχικά ως … Dictionary of Greek